φαλάφελ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φαλάφελ < (άμεσο δάνειο) αραβική فلافل (falāfil), πληθυντικός του فلفل (filfil, πιπέρι) < περσική پلپل (pilpil) < σανσκριτική पिप्पली (pippalī)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφαλάφελ ουδέτερο άκλιτο
- (γαστρονομία) φαγητό της Μέσης Ανατολής σε μορφή κεφτέδων από ρεβίθι· σερβίρονται σκέτοι ή τυλιγμένοι σε πίτα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- φαλάφελ στη Βικιπαίδεια