ραλίστας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ραλίστας | οι | ραλίστες |
γενική | του | ραλίστα | των | ραλιστών |
αιτιατική | τον | ραλίστα | τους | ραλίστες |
κλητική | ραλίστα | ραλίστες | ||
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαραλίστας αρσενικό, θηλυκό ραλίστρια
- (αθλητισμός, επάγγελμα) οδηγός αυτοκινήτου που τρέχει σε αγώνες ταχύτητας (ράλι)
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ραλίστας
|