↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρακοκάζανο τα ρακοκάζανα
      γενική του ρακοκάζανου των ρακοκάζανων
    αιτιατική το ρακοκάζανο τα ρακοκάζανα
     κλητική ρακοκάζανο ρακοκάζανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρακοκάζανο < ρακί + καζάνι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρακοκάζανο ουδέτερο

  • το καζάνι που χρησιμοποιείται στο καζάνεμα, στην παραγωγή ρακί (στην κρητική διάλεκτο)

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία