Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ραδιοπάθεια οι ραδιοπάθειες
      γενική της ραδιοπάθειας των ραδιοπαθειών
    αιτιατική τη ραδιοπάθεια τις ραδιοπάθειες
     κλητική ραδιοπάθεια ραδιοπάθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ραδιοπάθεια < ράδι(ο) + -ο- + -πάθεια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ραδιοπάθεια θηλυκό

  • πάθηση που οφείλεται σε έκθεση σε ραδιενεργή ακτινοβολία

  Μεταφράσεις επεξεργασία