ραδιοεντοπιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ραδιοεντοπιστής < ραδιο- + εντοπιστής
Ουσιαστικό επεξεργασία
ραδιοεντοπιστής αρσενικό
- συσκευή εντοπισμού με χρήση ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων
Συνώνυμα επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ραδιοεντοπιστής
|