πωλητήριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | πωλητήριον | τὰ | πωλητήριᾰ |
γενική | τοῦ | πωλητηρίου | τῶν | πωλητηρίων |
δοτική | τῷ | πωλητηρίῳ | τοῖς | πωλητηρίοις |
αιτιατική | τὸ | πωλητήριον | τὰ | πωλητήριᾰ |
κλητική ὦ! | πωλητήριον | πωλητήριᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πωλητηρίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πωλητηρίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπωλητήριον, -ου ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πωλητήριον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πωλητήριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.