Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πωλητήριον τὰ πωλητήρι
      γενική τοῦ πωλητηρίου τῶν πωλητηρίων
      δοτική τῷ πωλητηρί τοῖς πωλητηρίοις
    αιτιατική τὸ πωλητήριον τὰ πωλητήρι
     κλητική ! πωλητήριον πωλητήρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πωλητηρίω
γεν-δοτ τοῖν  πωλητηρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πωλητήριον < πωλη(τής) + -τήριον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πωλητήριον, -ου ουδέτερο

  1. πωλητήριο, τόπος πώλησης ή δημοπρασίας
  2. το επάγγελμα του πωλητή

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία