Δείτε επίσης: πυρπολικῶν, πυρπολικών

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πυρπολικόν τὰ πυρπολικά
      γενική τοῦ πυρπολικοῦ τῶν πυρπολικῶν
      δοτική τῷ πυρπολικ τοῖς πυρπολικοῖς
    αιτιατική τὸ πυρπολικόν τὰ πυρπολικά
     κλητική ! πυρπολικόν πυρπολικά
2η κλίση, Κατηγορία 'φυτόν' όπως «φυτόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυρπολικόν (μαρτυρείται από το 1825) [1] < → και δείτε τη λέξη πυρπολικό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυρπολικόν, -oῦ ουδέτερο

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 878, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου