πυρπολικόν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | πυρπολικόν | τὰ | πυρπολικά | ||||
γενική | τοῦ | πυρπολικοῦ | τῶν | πυρπολικῶν | ||||
δοτική | τῷ | πυρπολικῷ | τοῖς | πυρπολικοῖς | ||||
αιτιατική | τὸ | πυρπολικόν | τὰ | πυρπολικά | ||||
κλητική ὦ! | πυρπολικόν | πυρπολικά | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'φυτόν' όπως «φυτόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπυρπολικόν, -oῦ ουδέτερο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 878, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου