πυρπολικών
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαπυρπολικών ουδέτερο
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπυρπολικών
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του πυρπολικός
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους (πυρπολική) του πυρπολικός
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (πυρπολικό) του πυρπολικός