πυροκλάνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πυροκλάνι | τα | πυροκλάνια |
γενική | του | πυροκλανιού | των | πυροκλανιών |
αιτιατική | το | πυροκλάνι | τα | πυροκλάνια |
κλητική | πυροκλάνι | πυροκλάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πυροκλάνι < πυρο- + κλανιά • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπυροκλάνι ουδέτερο
- (ανεπίσημο, προφορικό) η ανάφλεξη των εύφλεκτων αερίων του εντέρου που αποβάλλονται από τον πισινό
- ※ Το μεθάνιο και το υδρογόνο είναι υπεύθυνα για το σπορ της ανάφλεξής της που κάνει τους άνδρες να μονομαχούν μεταξύ τους με το γνωστό πυροκλάνι. ([1])
Μεταφράσεις
επεξεργασία πυροκλάνι
|