πυργοκεφαλία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πυργοκεφαλία θηλυκό
- (βιολογία) παραμόρφωση του κρανίου στην οποία έχει μεγαλύτερο ύψος μετώπου και κρανιακού θόλου
Μεταφράσεις επεξεργασία
πυργοκεφαλία
|
πυργοκεφαλία θηλυκό
|