Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυργοκεφαλία οι πυργοκεφαλίες
      γενική της πυργοκεφαλίας των πυργοκεφαλιών
    αιτιατική την πυργοκεφαλία τις πυργοκεφαλίες
     κλητική πυργοκεφαλία πυργοκεφαλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυργοκεφαλία < πυργ(ος) + -ο- + -κεφαλία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυργοκεφαλία θηλυκό

  • (βιολογία) παραμόρφωση του κρανίου στην οποία έχει μεγαλύτερο ύψος μετώπου και κρανιακού θόλου

  Μεταφράσεις επεξεργασία