πυρανίχνευση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πυρανίχνευση | οι | πυρανιχνεύσεις |
γενική | της | πυρανίχνευσης* | των | πυρανιχνεύσεων |
αιτιατική | την | πυρανίχνευση | τις | πυρανιχνεύσεις |
κλητική | πυρανίχνευση | πυρανιχνεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πυρανιχνεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πυρανίχνευση < πυρ- + ανίχνευση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική fire detection)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπυρανίχνευση θηλυκό
- η ανίχνευση για εστίες πυρκαγιάς
- (ειδικότερα) το σύστημα που εντοπίζει πιθανές εστίες πυρκαγιάς και ενεργοποιεί κατάλληλους μηχανισμούς για ενημέρωση ή και για κατάσβεση
Μεταφράσεις
επεξεργασία πυρανίχνευση
|