Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυρανίχνευση οι πυρανιχνεύσεις
      γενική της πυρανίχνευσης* των πυρανιχνεύσεων
    αιτιατική την πυρανίχνευση τις πυρανιχνεύσεις
     κλητική πυρανίχνευση πυρανιχνεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πυρανιχνεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυρανίχνευση < πυρ- + ανίχνευση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική fire detection)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυρανίχνευση θηλυκό

  1. η ανίχνευση για εστίες πυρκαγιάς
  2. (ειδικότερα) το σύστημα που εντοπίζει πιθανές εστίες πυρκαγιάς και ενεργοποιεί κατάλληλους μηχανισμούς για ενημέρωση ή και για κατάσβεση

  Μεταφράσεις επεξεργασία