Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυράδα οι πυράδες
      γενική της πυράδας των πυράδων
    αιτιατική την πυράδα τις πυράδες
     κλητική πυράδα πυράδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυράδα < πύρα + -άδα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυράδα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία