• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

πυράγρα

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυράγρα οι πυράγρες
      γενική της πυράγρας των πυραγρών
    αιτιατική την πυράγρα τις πυράγρες
     κλητική πυράγρα πυράγρες
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

πυράγρα < αρχαία ελληνική πυράγρα < πῦρ + ἄγρα

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

πυράγρα θηλυκό

  • τσιμπίδα για τα κάρβουνα, μασιά

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    πυράγρα
  • αγγλικά : fire tongs (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πυράγρα&oldid=4861569"
Τελευταία επεξεργασία στις 5 Οκτωβρίου 2020, στις 12:33

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 5 Οκτωβρίου 2020, στις 12:33.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie