Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πυλωρεκτομή
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
πυλωρεκτομ
ή
οι
πυλωρεκτομ
ές
γενική
της
πυλωρεκτομ
ής
των
πυλωρεκτομ
ών
αιτιατική
την
πυλωρεκτομ
ή
τις
πυλωρεκτομ
ές
κλητική
πυλωρεκτομ
ή
πυλωρεκτομ
ές
Κατηγορία
όπως «
ψυχή
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πυλωρεκτομή
<
πυλωρός
+
εκτομή
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πυλωρεκτομή
θηλυκό
(
ιατρική
): χειρουργική αφαίρεση πυλωρού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πυλωρεκτομή