πτωχάνθρωπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτωχάνθρωπος αρσενικό
- άλλη μορφή του φτωχάνθρωπος
- Παληοντυμένος, ταπεινός μπήκε στην Pώμη,
- και κόνεψε σ’ ενός μικρού τεχνίτου σπίτι.
- Κ’ έπειτα παρουσιάσθηκε σαν κακομοίρης
- και σαν πτωχάνθρωπος στην Σύγκλητο,
- έτσι με πιο αποτέλεσμα να ζητιανέψει.
- Κωνσταντίνος Καβάφης, Η δυσαρέσκεια του Σελευκίδου, 1915
Μεταφράσεις
επεξεργασία πτωχάνθρωπος
→ δείτε τη λέξη φτωχάνθρωπος |