καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πτητικότης αἱ πτητικότητες
      γενική τῆς πτητικότητος τῶν πτητικοτήτων
      δοτική τῇ πτητικότητι ταῖς πτητικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν πτητικότητα τὰς πτητικότητας
     κλητική ! πτητικότης πτητικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πτητικότης (μαρτυρείται από το 1840) [1] < πτητικ(ός) + -ότης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πτητικότης, -ητος θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 869, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου