πρόδειπνον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | πρόδειπνον | τὰ | πρόδειπνα | ||||
γενική | τοῦ | προδείπνου | τῶν | προδείπνων | ||||
δοτική | τῷ | προδείπνῳ | τοῖς | προδείπνοις | ||||
αιτιατική | τὸ | πρόδειπνον | τὰ | πρόδειπνα | ||||
κλητική ὦ! | πρόδειπνον | πρόδειπνα | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρόδειπνον < πρό- + δεῖπνον.
- (Το ελληνιστικό πρόδειπνον, σφαλερή γραφή (f.l.) του Πρόδικον.)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρόδειπνον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) πρόδειπνο, μικρό απογευματινό γεύμα
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- πρόδειπνον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.