↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρωτοεπιστήμη οι πρωτοεπιστήμες
      γενική της πρωτοεπιστήμης των πρωτοεπιστημών
    αιτιατική την πρωτοεπιστήμη τις πρωτοεπιστήμες
     κλητική πρωτοεπιστήμη πρωτοεπιστήμες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρωτοεπιστήμη < πρωτο- + επιστήμη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρωτοεπιστήμη θηλυκό

  • ο τομέας έρευνας που δεν έχει ακόμα αναπτυχθεί ως επιστήμη, αλλά διαθέτει τη δυνατότητα να εγκαθιδρυθεί ως επιστημονικά αποδεκτή. Υπό αυτή την έννοια όλες οι σύγχρονες επιστήμες υπήρξαν κάποτε πρωτοεπιστήμες

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία