πρυματσάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρυματσάρισμα < πρυματσάρω + -ισμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρυματσάρισμα ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, λαϊκότροπο) πρυμνοδέτηση πλοίου
Μεταφράσεις
επεξεργασία πρυματσάρισμα
|
πρυματσάρισμα ουδέτερο
|