πρυματσάρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
πρυματσάρω , πρτ.: πρυματσάριζα, στ.μέλλ.: θα πρυματσαρίσω, αόρ.: πρυματσάρισα, παθ.φωνή: πρυματσάρομαι, μτχ.π.π.: πρυματσαρισμένος
- (ναυτικός όρος, λαϊκότροπο) κατευθύνομαι με την πρύμνη, πλησιάζω με την πρύμη
- κινούμαι για πρυμνοδέτηση, πρυμνοδετώ
- ρίχνω πρυμάτσες (= ρίχνω πρυμνήσιους κάβους)
Μεταφράσεις επεξεργασία
πρυματσάρω
|