προτεραιότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | προτεραιότης | αἱ | προτεραιότητες | ||||
γενική | τῆς | προτεραιότητος | τῶν | προτεραιοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | προτεραιότητι | ταῖς | προτεραιότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | προτεραιότητα | τὰς | προτεραιότητας | ||||
κλητική ὦ! | προτεραιότης | προτεραιότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προτεραιότης (μαρτυρείται από το 1850) [1] < αρχαία ελληνική προτεραῖ(ος) + -ότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροτεραιότης, -ητος θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 860, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου