καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προσωρινότης αἱ προσωρινότητες
      γενική τῆς προσωρινότητος τῶν προσωρινοτήτων
      δοτική τῇ προσωρινότητι ταῖς προσωρινότησι(ν)
    αιτιατική τὴν προσωρινότητα τὰς προσωρινότητας
     κλητική ! προσωρινότης προσωρινότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσωρινότης (μαρτυρείται από το 1832) [1] < προσωριν(ός) + -ότης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προσωρινότης, -ητος θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 860, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου