προστούρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προστούρα < *εμπροστούρα < αρχαία ελληνική ἔμπροσθεν
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροστούρα θηλυκό
- (παρωχημένο, ιδιωματικό) η κοιλιά (ιδίως ζώου αλλά και ανθρώπου)
Μεταφράσεις
επεξεργασία προστούρα
|