προσεταιριστικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσεταιριστικότητα < προσεταιριστικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροσεταιριστικότητα θηλυκό
- (άλγεβρα) η προσεταιριστική ιδιότητα μιας πράξης
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσεταιριστικότητα