Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προσαρμοστικότης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
καθαρεύουσα
(κατά την αρχαία κλίση)
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ἡ
προσαρμοστικότη
ς
αἱ
προσαρμοστικότητ
ες
γενική
τῆς
προσαρμοστικότητ
ος
τῶν
προσαρμοστικοτήτ
ων
δοτική
τῇ
προσαρμοστικότητ
ι
ταῖς
προσαρμοστικότησ
ι
(
ν
)
αιτιατική
τὴν
προσαρμοστικότητ
α
τὰς
προσαρμοστικότητ
ας
κλητική
ὦ
!
προσαρμοστικότη
ς
προσαρμοστικότητ
ες
3η κλίση
,
Κατηγορία 'τάπης'
όπως «
τάπης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
προσαρμοστικότης
<
προσαρμοστικ(ός)
+
-ότης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
προσαρμοστικότης, -ητος
θηλυκό
(
καθαρεύουσα
) η
προσαρμοστικότητα