προοπτικότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | προοπτικότης | αἱ | προοπτικότητες | ||||
γενική | τῆς | προοπτικότητος | τῶν | προοπτικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | προοπτικότητι | ταῖς | προοπτικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | προοπτικότητα | τὰς | προοπτικότητας | ||||
κλητική ὦ! | προοπτικότης | προοπτικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προοπτικότης (μαρτυρείται από το 1888) [1] < προοπτικ(ός) + -ότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροοπτικότης, -ητος θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 850, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου