καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προοδευτικότης αἱ προοδευτικότητες
      γενική τῆς προοδευτικότητος τῶν προοδευτικοτήτων
      δοτική τῇ προοδευτικότητι ταῖς προοδευτικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν προοδευτικότητα τὰς προοδευτικότητας
     κλητική ! προοδευτικότης προοδευτικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προοδευτικότης (μαρτυρείται από το 1867) [1] < προοδευτικ(ός) + -ότης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προοδευτικότης, -ητος θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 850, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου