προξενιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προξενιά | οι | προξενιές |
γενική | της | προξενιάς | των | προξενιών |
αιτιατική | την | προξενιά | τις | προξενιές |
κλητική | προξενιά | προξενιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- προξενιά < αρχαία ελληνική προξενία
Ουσιαστικό επεξεργασία
προξενιά θηλυκό
- το προξενιό
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
προξενιά ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προξενιό