προξενία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προξενία < πρόξενος
Ουσιαστικό επεξεργασία
προξενία θηλυκό
- η επίσημη πράξη ή συνθήκη με την οποία ανακηρύσσεται η φιλική σχέση μεταξύ ενός κράτους και ενός ξένου
- η ιδιότητα ή τα προνόμια του προξένου