Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προξενία < πρόξενος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προξενία θηλυκό

  1. η επίσημη πράξη ή συνθήκη με την οποία ανακηρύσσεται η φιλική σχέση μεταξύ ενός κράτους και ενός ξένου
  2. η ιδιότητα ή τα προνόμια του προξένου