Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προνοητικότης αἱ προνοητικότητες
      γενική τῆς προνοητικότητος τῶν προνοητικοτήτων
      δοτική τῇ προνοητικότητι ταῖς προνοητικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν προνοητικότητα τὰς προνοητικότητᾰς
     κλητική ! προνοητικότης προνοητικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προνοητικότης (μαρτυρείται από το 1882) [1] < προνοητικ(ός) + -ότης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προνοητικότης, -ητος θηλυκό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 849, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου