Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προμηθεύτρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
προμηθεύτρι
α
οι
προμηθεύτρι
ες
γενική
της
προμηθεύτρι
ας
των
προμηθευτρι
ών
αιτιατική
την
προμηθεύτρι
α
τις
προμηθεύτρι
ες
κλητική
προμηθεύτρι
α
προμηθεύτρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
προμηθεύτρια
<
προμηθευτής
+
-τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
προμηθεύτρια
θηλυκό
(
επάγγελμα
)
θηλυκό
του
προμηθευτής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προμηθεύτρια
γαλλικά
:
fournisseuse
(fr)