Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προδότρα οι προδότρες
      γενική της προδότρας
    αιτιατική την προδότρα τις προδότρες
     κλητική προδότρα προδότρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προδότρα < προδότης + κατάληξη θηλυκού -τρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προδότρα θηλυκό

→ δείτε τη λέξη προδότης

  Μεταφράσεις επεξεργασία