Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προβλεπτικότης αἱ προβλεπτικότητες
      γενική τῆς προβλεπτικότητος τῶν προβλεπτικοτήτων
      δοτική τῇ προβλεπτικότητι ταῖς προβλεπτικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν προβλεπτικότητα τὰς προβλεπτικότητᾰς
     κλητική ! προβλεπτικότης προβλεπτικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προβλεπτικότης < προβλεπτικ(ός) + -ότης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προβλεπτικότης, -ητος θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία