προβατάκια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | προβατάκια | ||
γενική | — | |||
αιτιατική | τα | προβατάκια | ||
κλητική | προβατάκια | |||
Η κατάληξη -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- προβατάκια < πληθυντικός αριθμός του προβατάκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
προβατάκια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (καθομιλουμένη, για κύματα) κύματα που αφρίζουν στην ταραγμένη θάλασσα, που σχηματίζουν αφρό στην κορυφή τους καθώς «σπάνε», ώστε από μακριά να μοιάζουν με πλήθος από μικρά άσπρα πρόβατα
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προβατάκια
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
προβατάκια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προβατάκι