προασπίστρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προασπίστρια (μαρτυρείται από το 1897)[1] < προασπιστής + -τρια
Ουσιαστικό επεξεργασία
προασπίστρια θηλυκό
- (σπάνιο) θηλυκό του προασπιστής
Μεταφράσεις επεξεργασία
προασπίστρια
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 839, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου