προασπιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προασπιστής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προασπιστής[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροασπιστής αρσενικό (θηλυκό προασπίστρια)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη προασπίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία προασπιστής
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ προασπιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας