Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πριτσιναδόρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
πριτσιναδόρ
ος
οι
πριτσιναδόρ
οι
γενική
του
πριτσιναδόρ
ου
των
πριτσιναδόρ
ων
αιτιατική
τον
πριτσιναδόρ
ο
τους
πριτσιναδόρ
ους
κλητική
πριτσιναδόρ
ε
πριτσιναδόρ
οι
Κατηγορία
όπως «
δρόμος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πριτσιναδόρος
<
πριτσίν(ι)
+
-αδόρος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πριτσιναδόρος
αρσενικό
(
επάγγελμα
) τεχνίτης που καρφώνει
περτσίνια
/
πριτσίνια
Άλλες μορφές
επεξεργασία
περτσιναδόρος
πριτσινωτής
περτσινωτής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πριτσιναδόρος
αγγλικά
:
riveter
(en)