Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πριστήριο τα πριστήρια
      γενική του πριστηρίου
πριστήριου
των πριστηρίων
    αιτιατική το πριστήριο τα πριστήρια
     κλητική πριστήριο πριστήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πριστήριο < πριστή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πριστήριο, ουδέτερο

  • εργοστάσιο κοπής (πριονιστήριο) μασίφ ξυλείας, για την παραγωγή πριστής ξυλείας

  Μεταφράσεις επεξεργασία