πριστή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πριστή < πριονιστή (που έχει πριονιστεί) < πριστός
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
πριστή
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του πριστός πριονισμένη, επίθετο που αναφέρεται στην ξυλεία
- ↪ πριστή ξυλεία ονομάζεται η μασίφ ξυλεία που είναι πριονισμένη και από όλες τις πλευρές, σε αντίθεση με την επίσης μασίφ, στρογγυλή ξυλεία (κορμοί). Η πριστή ξυλεία μπορεί να έχει τετράγωνη, ορθογωνική ή πρισματική διατομή
Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πριστή
|