πριονάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πριονάκι | τα | πριονάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | πριονάκι | τα | πριονάκια |
κλητική | πριονάκι | πριονάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πριονάκι < πριόνι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
πριονάκι ουδέτερο
- (εργαλείο) υποκοριστικό του πριόνι
Μεταφράσεις επεξεργασία
πριονάκι
|