πρακτορεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πρακτορεία < (ελληνιστική κοινή) πρακτορεία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πρακτορεία θηλυκό
- (νομικός όρος) (οικονομία) (σπάνιο) άλλη μορφή του πρακτόρευση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πρακτορεία
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασία
πρακτορεία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πρακτορείο