πουκαμισάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πουκαμισάκι | τα | πουκαμισάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | πουκαμισάκι | τα | πουκαμισάκια |
κλητική | πουκαμισάκι | πουκαμισάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πουκαμισάκι < πουκάμισο + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπουκαμισάκι ουδέτερο
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πουκαμισάκι
|