Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ποτοπωλείο τα ποτοπωλεία
      γενική του ποτοπωλείου των ποτοπωλείων
    αιτιατική το ποτοπωλείο τα ποτοπωλεία
     κλητική ποτοπωλείο ποτοπωλεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποτοπωλείο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ποτοπωλείο ουδέτερο

  1. μαγαζί στο οποίο προσφέρονται αλκοολούχα ποτά
  2. {στα αμερικάνικα} το μπαρ
  3. {στα αγγλικά} η παμπ

  Μεταφράσεις επεξεργασία