ποτηράκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ποτηράκι | τα | ποτηράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ποτηράκι | τα | ποτηράκια |
κλητική | ποτηράκι | ποτηράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ποτηράκι < ποτήρι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
ποτηράκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του ποτήρι