Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποταμότρυγγας < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ποταμότρυγγας αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία