Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ποτής αἱ ποτῆτες
      γενική τῆς ποτῆτος τῶν ποτήτων
      δοτική τῇ ποτῆτ ταῖς ποτῆσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ποτῆτ τὰς ποτῆτᾰς
     κλητική ! ποτής ποτῆτες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ποτῆτε
γεν-δοτ τοῖν  ποτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'προβλής' όπως «προβλής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποτής < πότ(ος) + -ής < πίνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ποτής, -ῆτος θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία