ποστέλνικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ποστέλνικος < μεσαιωνική ελληνική ποστέλνικος < ρουμανική postelnic < σλαβικής προέλευσης posteĭnicŭ[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /poˈstel.ni.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐στέλ‐νι‐κος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ποστέλνικος αρσενικό
- (ιστορία) αξίωμα αντίστοιχο με τον υπουργό εξωτερικών στις παραδουνάβιες ηγεμονίες
- ※ Ωστόσο ο πολυγράφος Δαπόντες -ο διόλου φειδωλός στο να αφηγείται λεπτομέρειες από τη ζωή του- επέλεξε να αφήσει στη σκιά μια σφοδρή διαμάχη που είχε στη Μολδαβία με έναν υψηλό αξιωματούχο της αυλής του Ιωάννη Μαυροκορδάτου, τον ποστέλνικο Αντωνάκη Ραμαδάνη· διαμάχη που μπορεί να δώσει μιαν άλλη, πέρα από την υπερβατική, ερμηνεία για τη σύλληψη και τη φυλάκιση του Δαπόντε.
- Μάχη Παΐζη-Αποστολοπούλου, Πως ο Κωνσταντίνος Δαπόντες έγινε Καισάριος: το τέλος του εγκόσμιου βίου του, Αθήνα: Εταιρεία Πεπαρηθιακών Μελετών, 1997. σελ. 114. ISBN 960-86011-0-X
- ※ Ωστόσο ο πολυγράφος Δαπόντες -ο διόλου φειδωλός στο να αφηγείται λεπτομέρειες από τη ζωή του- επέλεξε να αφήσει στη σκιά μια σφοδρή διαμάχη που είχε στη Μολδαβία με έναν υψηλό αξιωματούχο της αυλής του Ιωάννη Μαυροκορδάτου, τον ποστέλνικο Αντωνάκη Ραμαδάνη· διαμάχη που μπορεί να δώσει μιαν άλλη, πέρα από την υπερβατική, ερμηνεία για τη σύλληψη και τη φυλάκιση του Δαπόντε.
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ποστέλνικος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- ποστέλνικος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ποστέλνικος < ρουμανική postelnic < σλαβικής προέλευσης posteĭnicŭ[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
ποστέλνικος αρσενικό
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .