ποσειδωνιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ποσειδωνιστής < ποσειδωνισμός + -ιστής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαποσειδωνιστής αρσενικό, θηλυκό ποσειδωνίστρια
- ο οπαδός του ποσειδωνισμού
Μεταφράσεις
επεξεργασία ποσειδωνιστής
|
ποσειδωνιστής αρσενικό, θηλυκό ποσειδωνίστρια
|