ποσειδωνισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ποσειδωνισμός < Ποσειδώνας + -ισμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
ποσειδωνισμός αρσενικό
- (γεωλογία): γεωλογική θεωρία αντίθετη του πλουτωνισμού
Παράγωγα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ποσειδωνισμός
|