Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πορτοκαλόμελο τα πορτοκαλόμελα
      γενική του πορτοκαλόμελου των πορτοκαλόμελων
    αιτιατική το πορτοκαλόμελο τα πορτοκαλόμελα
     κλητική πορτοκαλόμελο πορτοκαλόμελα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πορτοκαλόμελο < πορτοκάλι + μέλι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πορτοκαλόμελο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία